- φαινόμενο
- το / φαινόμενον, ΝΜΑκαθετί που φαίνεται ή γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, κάθε άμεσα αντιληπτό ή παρατηρούμενο αντικείμενο, γεγονός ή συμβάν, σε αντιδιαστολή με ό,τι συλλαμβάνεται με τον νου, με τη νόησηνεοελλ.1. (με κν. σημ.) έννοια που δηλώνει κάθε διεργασία η οποία συντελείται στη φύση και στην κοινωνία (α. «φυσικό φαινόμενο» β. «βιολογικό φαινόμενο» γ. «κοινωνικό φαινόμενο» δ. «ψυχικό φαινόμενο» ε. «οικονομικό φαινόμενο» — στ. «υπερφυσικό φαινόμενο»)2. καθετί το ασυνήθιστο, το σπάνιο, το εξαιρετικό («αυτό το παιδί είναι φαινόμενο νοημοσύνης»)3. φυσ. α) κάθε μεταβολή που συμβαίνει στον υλικό κόσμο και γίνεται αντιληπτή είτε άμεσα με τα αισθητήρια όργανα είτε με ειδικά όργανα («μετεωρολογικό φαινόμενο»)β) φυσικό γεγονός που εκδηλώνεται με αλληλοεξαρτώμενες μεταβολές τών φυσικών μεγεθών τα οποία συμμετέχουν σ' αυτό («φαινόμενο Ντόπλερ»)4. (φιλοσ.) α) (κατά την ιδεοκρατική φιλοσ.) καθετί που γίνεται αντιληπτό ως αντικείμενο τών αισθήσεων και που συγκροτεί το μόνο προσιτό πεδίο γνώσης για τον άνθρωπο, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει σαφή και απόλυτη αντίληψη τής ουσίας τών πραγμάτωνβ) (κατά τον Καρτέσιο) το αντικείμενο τής εμπειρικής γνώσηςγ) (κατά τον Λάιμπνιτς) καθεμία από τις εμφανίσεις που υπάρχουν μέσα στο πνεύμαδ) (κατά τον Καντ) το αντικείμενο τής δυνατής εμπειρίας, δηλαδή κάτι που εμφανίζεται στον χώρο και στον χρόνο και αποτελεί έκφανση τού πράγματος καθ' εαυτό, αντικείμενο που διαφέρει ως φαινόμενο από το αντικείμενο καθ' εαυτό, το οποίο παραμένει απρόσιτο στη γνώσηε) (κατά τον Χέγκελ) ένα από τα στάδια τα οποία συγκροτούν την διαδικασία κατά την οποία, με τον στοχασμό, η ουσία αποκαλύπτεται στον ίδιο της τον εαυτό και κατά την οποία οι παράγοντες που τόν προσδιορίζουν έχουν στην αρχή τα χαρακτηριστικά μιας επίφασης αλλά στη συνέχεια αποκτούν ένα στοιχείο αυθυπαρξίας και η επίφαση ολοκληρώνεται και γίνεται φαινόμενοστ) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) η εξωτερική έκφανση τής ουσίας, ο ένας από τους δύο πόλους μιας διαλεκτικής ενότητας στην οποία ο άλλος πόλος είναι η ουσία, η πλευρά εκείνη τών πραγμάτων και διεργασιών που γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις και συγκροτεί το σύνολο τών ιδιοτήτων τους, οι οποίες, μέσα σε ορισμένα όρια, μπορούν να μεταβληθούν χωρίς το πράγμα στο οποίο αφορούν να παύσει να είναι αυτό που είναι, χωρίς να μεταβληθεί η ουσία του5. φρ. «επιδερμικό φαινόμενο»φυσ. ανομοιογενής κατανομή τών εναλλασσόμενων ρευμάτων υψηλής συχνότητας στους συμπαγείς αγωγούς, η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση τής πυκνότητας τού ρεύματος από το εσωτερικό τού αγωγού προς την επιφάνειά τουαρχ.1. καθετί το εμφανές, το πρόδηλο2. αστρολ. κάθε μεταβολή που συμβαίνει στο σύστημα τών κόσμων ή στον ουράνιο κύκλο και γίνεται αντιληπτή από τα αισθητήρια όργανα3. καθετί που φαίνεται στον νου, σε αντιδιαστολή προς αυτό που υπάρχει πραγματικά («ναί, ἔφη, φαινόμενα, οὐ μέντοι ὄντα», Πλάτ.)4. στον πληθ. τὰ φαινόμεναα) (φιλοσ.) τα όντα, τα αληθήβ) τίτλος έργου τού Ευδοκίδου, το οποίο μετέτρεψε σε στίχους ο Άρατος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τής μτχ. ενεστ. τού ρ. φαίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.